1. Που δεν είναι σύμφωνος με την επίσημη διδασκαλία μιας θρησκείας ή με τις παραδεδεγμένες απόψεις, αντιλήψεις, πρακτικές κλπ.
2. (για πρόσ.) που έχει ανορθόδοξες θρησκευτικές, ιδεολογικές ή άλλες πεποιθήσεις.
3. (για πράγματα) που δεν ακολουθεί τις καθιερωμένες μορφές, τους κανόνες, τις παραδόσεις.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής - Ιδρύμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη:
Παράδειγμα χρήσης:
- «Οι απόψεις του ήταν ανορθόδοξες για την εποχή του.»
- «Η ανορθόδοξη αρχιτεκτονική του κτιρίου προκάλεσε αντιδράσεις.»
Συνώνυμα:
- αιρετικός
- αποκλίνων
- αντισυμβατικός
- ετερόδοξος
Αντώνυμα:
- ορθόδοξος
- συμβατικός
- παραδοσιακός