ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Ανορθόδοξος, -η, -ο: σημασία


1. Που δεν είναι σύμφωνος με την επίσημη διδασκαλία μιας θρησκείας ή με τις παραδεδεγμένες απόψεις, αντιλήψεις, πρακτικές κλπ.

2. (για πρόσ.) που έχει ανορθόδοξες θρησκευτικές, ιδεολογικές ή άλλες πεποιθήσεις.

3. (για πράγματα) που δεν ακολουθεί τις καθιερωμένες μορφές, τους κανόνες, τις παραδόσεις.

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής - Ιδρύμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη: https://www.triantafyllides.com/

Παράδειγμα χρήσης:

  • «Οι απόψεις του ήταν ανορθόδοξες για την εποχή του.»
  • «Η ανορθόδοξη αρχιτεκτονική του κτιρίου προκάλεσε αντιδράσεις.»

Συνώνυμα:

  • αιρετικός
  • αποκλίνων
  • αντισυμβατικός
  • ετερόδοξος

Αντώνυμα:

  • ορθόδοξος
  • συμβατικός
  • παραδοσιακός

Πατήστε εδώ τι ψάχνετε (π.χ. ρήματα,νομίσματα,ουσιαστικά,Μαραθώνα,Θερμοπυλών κ.ο.κ.)

Στηρίξτε την προσπάθειά μας να συνεχίσουμε να παράγουμε δωρεάν υλικό με μια δωρεά !

Τι προσέχουμε στο Δημοτικό όταν γράφουμε μια έκθεση ιδεών

Πως σκεφτόμαστε στα προβλήματα μαθηματικών

Δημοφιλείς αναρτήσεις