ανεπίδευτος : Ετυμολογία: στερείται μόρφωσης ή παιδείας.
Συνώνυμα: ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, αγράμματος. Αντώνυμα: μορφωμένος, καλλιεργημένος, εγγράμματος.
ανεπίδεκτος : Ετυμολογία: είναι αυτός που δεν επιδέχεται μάθηση, διδασκαλία, επιρροή, βελτίωση. Παράδειγμα: "Αυτός ο μαθητής είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως."